- μασίνα
- η(λ. γαλλ.), θερμάστρα, μεγάλων διαστάσεων συνήθως, που διαθέτει και φούρνο για το ψήσιμο φαγητών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.